συμβιβασμός

συμβιβασμός
(Νομ.). Επίλυση διαφοράς ή αμφισβήτησης με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Στο αστικό δίκαιο, θεωρείται σύμβαση με τη βοήθεια της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη διαλύουν τη μεταξύ τους διαφορά, που αφορά οποιαδήποτε έννομη σχέση, ή αίρουν την αβεβαιότητα οποιασδήποτε απαίτησης, προβαίνοντας σε υποχωρήσεις. Όταν ο σ. έχει ως σκοπό τη διάθεση ενός αντικείμενου για την οποία προβλέπεται από το νόμο η τήρηση ορισμένου τύπου, τότε απαιτείται η τήρησή του για την εξασφάλιση του κύρους της διαδικασίας. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως, ο σ. δεν πρέπει να είναι αντίθετος προς τα χρηστά ήθη. Πάντως μπορεί και να ακυρωθεί αν στην επίτευξη του υπήρχε και το στοιχείο της πλάνης. Ιδιαίτερο είδος είναι ο λεγόμενος δικονομικός σ. Ο σ. αυτός γίνεται σε οποιαδήποτε φάση μιας δίκης, με δήλωση προς το δικαστήριο ή σε συμβολαιογράφο. Αποτέλεσμα του είναι η οριστική διακοπή της δίκης. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις μικρότερες διαφορές που κρίνονται από τον ειρηνοδίκη, η απόπειρα σ. είναι υποχρεωτική. Ο ειρηνοδίκης διαθέτει ευρύτατα όρια πρωτοβουλίας ως προς τον τρόπο επίλυσης της διαφοράς και τα αποδεικτικά για την επίτευξή του μέσα. Συνηθίζεται επίσης και στο φορολογικό δίκαιο κατά τη διάρκεια της βεβαίωσης του φόρου. Με τη διαδικασία αυτή δεν πρέπει να συγχέεται η «εξώδικη λύση των φορολογικών διαφορών» που τυπικά δεν είναι σ., αν και στην πράξη οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα. Ιδιαίτερο είδος σ. είναι και ο πτωχευτικός (πτώχευση).
* * *
ο, ΝΜΑ [συμβιβάζω]
συνδιαλλαγή, συμφωνία για την άρση διαφορών μεταξύ διαμαχομένων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις («με τις αξιώσεις που προβάλλει η άλλη πλευρά, ο συμβιβασμός δεν είναι εφικτός»)
νεοελλ.
1. (νομ.) σύμβαση με την οποία οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις έριδα ή αβεβαιότητα για μια έννομη σχέση τους
2. (στο δημοσιονομικό δίκαιο) η διοικητική επίλυση τής διαφοράς που υπάρχει μεταξύ φορολογουμένου και φορολογούσης αρχής για το μέγεθος τού φορολογητέου ποσού και τού αναλογούντος φόρου
μσν.
συνένωση, σύνδεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμβιβασμός — conciliation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβιβασμός — ο συμφωνία με αμοιβαίες υποχωρήσεις: Ήρθαν σε συμβιβασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβιβασμοῦ — συμβιβασμός conciliation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβιβασμόν — συμβιβασμός conciliation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Griechische Diglossie — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Sprachenfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Sprachfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechischer Sprachenstreit — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechischer Sprachstreit — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”